πλεμάτι, το, ουσ. [<αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. του ουσ. πλέγμα]. 1. μικρός διχτυωτός σάκος από σχοινί ή νάιλον, που χρησιμοποιεί κανείς για να μεταφέρει διάφορα καταναλωτικά αγαθά, ιδίως τρόφιμα: «κρατούσε στο χέρι του ένα πλεμάτι που ήταν γεμάτο με είδη τροφίμων». Συνών. δίχτυ (2) / φιλέ (3). 2. το δίχτυ του ψαρά: «τα πλεμάτια ήταν γεμάτα με ψάρια». (Λαϊκό τραγούδι: ρίχνω το πλεματάκι -καημό πόχει το χειλάκι- και πιάνω τρεις κοπέλες και οι τρεις σαν περιστέρες).3. (γενικά) καθετί που είναι πλεγμένο, που έχει δικτυωτή μορφή: «μπροστά στο παράθυρό του τοποθέτησε ένα πλεμάτι, για να μην μπαίνουν στο δωμάτιό του μύγες και κουνούπια». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα δίχτυα της εστίας: «η μπάλα έφυγε με δύναμη απ’ το πόδι του και κατέληξε στο πλεμάτι». Συνών. δίχτυ (4α) / μπακλαβωτό ή μπακλαβαδωτό / πλεχτό (4) / φιλέ (2α). Υποκορ. πλεματάκι, το·
- τους ρίξαμε ένα (δυο, τρία κ.λπ.) πλεμάτια, τους βάλαμε ένα (δυο, τρία κ.λπ.) γκολ: «έπιασε σπουδαίο παιχνίδι η ομάδα μας και τους ρίξαμε τρία πλεμάτια».